ΑΠΟΚΤΗΣΗ ΦΟΙΤΗΤΙΚΟΥ ΠΑΣΟ

Posted: 24 Σεπτεμβρίου, 2011 in Νέα

Από το ακ. έτος 2011-2012 όλοι οι σπουδαστές
θα παραλαμβάνουν το φοιτητικό πάσο (student card)
μέσω της νέας ηλεκτρονικής υπηρεσίας του ΥΠΕΠΘ
με κόστος 2,46€

paso.minedu.gov.gr

ΑΝΟΙΧΤΗ ΣΧΟΛΗ

Posted: 24 Σεπτεμβρίου, 2011 in Νέα

Μετά από απόφαση της Γ.Σ σπουδααστών
της ΣΤΕΦ Πειραιά η σχολή παραμένει
ΑΝΟΙΚΤΗ

Το αποτέλεσμα ήταν:
ΚΑΤΑ –> 376
ΥΠΕΡ –> 256

Θα ακολουθήσει νέα ανακοίνωση
για το πρόγραμμα της εξεταστικής

Για διαδικασία «στραγγαλισμού» και «απορρύθμισης» του ελληνικού δημόσιου πανεπιστημίου, που προκαλεί ερωτήματα για τους πραγματικούς στόχους που θέτει η πολιτεία για την παιδεία, έκανε λόγο το διοικητικό συμβούλιο του Συλλόγου των πανεπιστημιακών του ΑΠΘ (ΕΣΔΕΠ), σε συνέντευξη τύπου που δόθηκε, με αφορμή την πανελλαδική κινητοποίηση και την 3ωρη στάση εργασίας στα ακαδημαϊκά ιδρύματα της χώρας, που κήρυξε η Ομοσπονδία.
Ο Σύλλογος Διδασκόντων του ΑΠΘ αποφάσισε να ζητήσει από το πρυτανικό συμβούλιο και την σύγκλητο να συζητήσουν το θέμα αναστολής του ιδρύματος, τουλάχιστον για μία μέρα, προκειμένου – με τον τρόπο αυτό – να καταστήσουν σαφές στην κοινωνία ότι η συγκεκριμένη κυβερνητική πολιτική οδηγεί στην υπονόμευση της δημόσιας και δωρεάν παιδείας.
Οι πανεπιστημιακοί υποστήριξαν ότι οι μειώσεις στον προϋπολογισμό του πανεπιστημίου θέτουν σε κίνδυνο την λειτουργία του, καθώς οι σχολές και τα τμήματα αδυνατούν να καλύψουν ακόμη και τις λειτουργικές τους ανάγκες.
Σημαντικότερο είναι το πρόβλημα στα νεότερα τμήματα (Κινηματογράφου, Θεάτρου και Χωροταξίας στη Βέροια) όπου δεν μπορούν να καλυφθούν οι απαιτήσεις στα προγράμματα σπουδών, καθώς οι περισσότερες ώρες διδασκαλίας στηρίζονται σε εκπαιδευτικό προσωπικό του διατάγματος 407, αλλά και στην έρευνα.
«Δεν χρηματοδοτείται καθόλου η έρευνα, τα προγράμματα που είχαν εξαγγελθεί έχουν βαλτώσει εδώ και καιρό, ενώ ακυρώθηκαν και οι υποτροφίες του ΙΚΥ που χρηματοδοτούν του νέους ερευνητές» δήλωσε ο πρόεδρος του Δ.Σ. του ΕΣΔΕΠ ΑΠΘ, Γιάννης Κρεστενίτης.
Έθεσαν ως μείζονα προβλήματα τη μείωση προσωπικού των πανεπιστημίων, καθώς δεν προωθούνται οι διορισμοί μελών ΔΕΠ σε κενές θέσεις που δημιουργήθηκαν από συνταξιοδοτήσεις ή παραιτήσεις (περίπου 100 στο ΑΠΘ και 500-600 πανελλαδικά), το πάγωμα των εξελίξεων μελών ΔΕΠ στην επόμενη βαθμίδα, τη μείωση των δαπανών για τους συμβασιούχους διδάσκοντες του 407, την περικοπή ήδη κατά 30% των κεντρικών δαπανών του πανεπιστημίου και τη νέα επικείμενη περικοπή εντός του 2011, αλλά και την μη αναπροσαρμογή του ειδικού μισθολογίου των πανεπιστημιακών από το 2004.
Εκ μέρους της «Πανεπιστημιακής Συμπαράταξης» που συμμετέχει στον ΕΣΔΕΠ/ΑΠΘ, ο Παναγιώτης Γκλαβίνης δήλωσε ότι τα πανεπιστήμια καλούνται να επιβιώσουν μόνα τους, εν μέσω κρίσης, και για αυτό θα πρέπει να αξιοποιήσουν τα δικά τους μέσα, ενώ αναφέρθηκε και σε δύο «πληγές» του ΑΠΘ, που απορροφούν μεγάλα κονδύλια, την φοιτητική λέσχη και την κατασκήνωση της Καλάνδρας.

Άτυπο ενημερωτικό σημείωμα προς Αντιπρόεδρο (Α. Αντωνίου) για το

Τμήμα Πολιτικών Δ–Ε, κατόπιν σχετικού προφορικού ερωτήματος

       Προϋπόθεση οποιασδήποτε σύγκρισης με το 5ετές πρόγραμμα του Τμήματος Πολιτικών Μηχανικών του ΕΜΠ είναι το γίνει μία αρχική εκτίμηση, για το ποια από τις 4 κατευθύνσεις του Τμήματος του ΕΜΠ θα μπορούσε – ίσως – να «αντιστοιχηθεί» με το πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε του ΤΕΙ Πειραιά (Δομοστατικού Μηχανικού, Υδραυλικού Μηχανικού, Γεωτεχνικού Μηχανικού ή Συγκοινωνιολόγου Μηχανικού). Με βάση λοιπόν το πρόγραμμα του οικείου Τμήματος είναι σαφές, ότι – εάν πρέπει να επιχειρηθεί μια «αντιστοίχιση» – αυτή έχει νόημα να γίνει μόνο με την κατεύθυνση Δομοστατικού Μηχανικού του ΕΜΠ, αφού στο οικείο Τμήμα ΤΕΙ τα 11 από τα 15 μαθήματα ειδικότητας ανήκουν στο δομοστατικό πεδίο και συνεπώς αυτό το πεδίο γνώσης εμφανίζεται πιο αναλυτικά αναπτυγμένο (σε επίπεδο μαθημάτων ειδικότητας) από τα υπόλοιπα γνωστικά πεδία (τα υπόλοιπα 4 μαθήματα ειδικότητας ανήκουν στο πεδίο της οικοδομικής τεχνολογίας και της κτιριολογίας).

Η σύγκριση των επίσημων προγραμμάτων για το ακαδημαϊκό έτος 2010-2011 καταδεικνύει τα ακόλουθα:

       Ο απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Μηχαν. ΕΜΠ πρέπει να παρακολουθήσει 68 μαθήματα (53 υποχρεωτικά και 15 κατ` επιλογή υποχρεωτικά ανάμεσα σε 56 επιλογές) για να ολοκληρώσει τις 5ετείς σπουδές του στην κατεύθυνση Δομοστατικού Μηχανικού.

Ο απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε (ΤΕΙ) πρέπει να παρακολουθήσει τα 39 μαθήματα που – βάσει της ισχύουσας νομοθεσίας – αποτελούν το μέγιστο αριθμό μαθημάτων στα οποία οφείλει να επιτύχει ο απόφοιτος του Τμήματος Πολιτικών Δομικών Έργων του ΤΕΙ Πειραιά, προκειμένου να ολοκληρώσει τις σπουδές του (35  υποχρεωτικά και 4 κατ` επιλογή υποχρεωτικά, ανάμεσα στις maximum – νομοθετικά περιορισμένες – 8 επιλογές).

Ως προς τα μαθήματα ειδικότητας, ο Πολιτικός Μηχανικός ΕΜΠ οφείλει να παρακολουθήσει 18 – 20 μαθήματα από τα συνολικά 32 προσφερόμενα μαθήματα δομοστατικού πεδίου (ανάλογα με τα μαθήματα επιλογής), έναντι 11 μαθημάτων δομοστατικού περιεχομένου του Πολιτικού Δ–Ε του ΤΕΙ Πειραιά.

Η παράθεση των παραπάνω στοιχείων αποδεικνύει ότι, εάν οι σπουδές του οικείου Τμήματος αντιμετωπιστούν ως σπουδές «Δομοστατικού Πολιτικού Μηχανικού» και «αντιστοιχηθούν» – υπό αυτό το πρίσμα – με αυτές του Τμήματος ΕΜΠ, τότε εμφανίζονται σαφώς να υπολείπονται, τόσο στα συνολικά υποχρεωτικά μαθήματα (68 έναντι 39) όσο και στα – υποχρεωτικά και κατ` επιλογή υποχρεωτικά – μαθήματα ειδικότητας (18–20 έναντι 11) καθώς και στις συνολικές επιλογές μαθημάτων (8 έναντι 56). Σημειώνεται δε, ότι οι διαφορές αυτές οφείλονται σχεδόν αποκλειστικά στο συνδυασμό των εξής αιτίων:

  1. 1.    Στο περιοριστικό για τα Τμήματα ΤΕΙ ισχύον νομικό πλαίσιο του 2006, το οποίο αγνόησε πλήρως τη συνταγματική πρόβλεψη για το αυτοδιοίκητο και αυτοτελές των ΑΕΙ, θέτοντας απαράδεκτους νομικούς περιορισμούς σε ακαδημαϊκά θέματα που οφείλουν να ρυθμίζονται από τα ίδια τα ιδρύματα (περιοριστικός συνολικός αριθμός μαθημάτων, μέγιστος αριθμός επιλογών μαθημάτων – μόλις 8 κ.λπ.).  Επίσης, στη διαφορά του συνολικού χρόνου σπουδής (4ετείς έναντι 5ετών σπουδών).
  2. 2.     Στην απόλυτα ανεξέλεγκτη διόγκωση του προγράμματος σπουδών του Τμήματος ΕΜΠ, το οποίο – αντίθετα – δεν υπόκειται (και σωστά) σε τέτοιους νομικούς περιορισμούς.  Ωστόσο, πρόκειται για πρόγραμμα που έχει προφανώς εκτραπεί από το κοινό ακαδημαϊκό μέτρο ως προς τον αριθμό μαθημάτων (υποχρεωτικά και επιλογές) σε σχέση με τις αντίστοιχες διεθνείς πρακτικές.  Είναι χαρακτηριστικό, ότι στα δύο πρώτα έτη σπουδών ο φοιτητής ΕΜΠ πρέπει να παρακολουθήσει 32 μαθήματα (μ.ό. οκτώ/εξάμηνο) ενώ ο συνολικός μ.ό αριθμού μαθημάτων ανά εξάμηνο για όλο το πρόγραμμα σπουδών ξεπερνάει το 7,5 (5,57 ο μέγιστος μ.ό. – βάσει νομοθεσίας – για τα ΤΕΙ) και τα συνολικά προσφερόμενα μαθήματα (υποχρεωτικά και επιλογές) ανέρχονται σε 109 (χωρίς τα προαιρετικά) – έναντι μόλις 43 στα Τμήματα Σ.Τ.ΕΦ. – Τ.Ε.Ι. που εφαρμόζουν νέα προγράμματα σύμφωνα με την πρόσφατη νομοθεσία.  Βέβαια, θα πρέπει να συνεκτιμηθεί το γεγονός, ότι – σύμφωνα με τις επίσημα διατυπωμένες θέσεις του ΕΜΠ – το διευρυμένο αυτό πρόγραμμα αποσκοπεί στο να παρέχει (και παρέχει, σύμφωνα με το ΕΜΠ) σπουδές επιπέδου “master” (για αυτό άλλωστε, το ΕΜΠ διεκδικεί το επίπεδο 7 στο Ε.Π.Ε.Π.).
  3. 3.    Τέλος, οι διαφορές οφείλονται κυρίως στο γεγονός, ότι η προσπάθεια «αντιστοίχισης» που επιχειρήθηκε είναι εξ` ορισμού άστοχη, αφού συγκρίνονται ακαδημαϊκά προγράμματα που έχουν (και οφείλουν να έχουν) διαφορετικούς εκπαιδευτικούς στόχους και σαφώς διακεκριμένα και οριοθετημένα «μαθησιακά αποτελέσματα» (“learning outcome”), όπως αυτά ορίζονται από την ιδρυτική τους νομοθεσία, από διατάξεις του λοιπού νομικού τους πλαισίου και από τη διεθνή ακαδημαϊκή πρακτική (βλ. “Universities of Applied Sciences”). Είναι χαρακτηριστικό, ότι από το ευρύτατο σε αριθμό μαθημάτων πρόγραμμα σπουδών του Τμήματος του ΕΜΠ απουσιάζουν τελείως ή υποβαθμίζεται ο ρόλος μαθημάτων και γνωστικών αντικειμένων κομβικής σημασίας για τις σπουδές στο οικείο Τμήμα Σ.Τ.ΕΦ., όπως για παράδειγμα «Οικοδομική» Ι, ΙΙ και ΙΙΙ (3 βασικά μαθήματα ειδικότητας, υποχρεωτικά, με πολλές εργαστηριακές και θεωρητικές ώρες), «Τεχνικό Σχέδιο» και «Ειδικό Τεχνικό Σχέδιο» (υποχρεωτικά 4ωρα εργαστήρια και 2 ώρες θεωρία), «Αρχιτεκτονική» (ειδικότητας υποχρεωτικό με 4 ώρες θεωρία – εργαστήριο), «Σύμμεικτες Κατασκευές» (ειδικότητας υποχρεωτικό), «Επισκευές – Ενισχύσεις Παραδοσιακών και Σύγχρονων Κατασκευών» (ειδικότητας υποχρεωτικό), «Ιστορία Κατασκευών», «Σχεδίαση με χρήση Η/Υ» (υποχρεωτικό εργαστήριο 4 ωρών), «Πολεοδομία και Εφαρμογές Αστικού Σχεδιασμού» (υποχρεωτικό με 3 ώρες θεωρία – εργαστήριο), «Περιβαλλοντική Διαχείριση Έργων Πολιτικού Μηχανικού» (υποχρεωτικό), «Μονώσεις – Πυροπροστασία», «Βιοκλιματικές Κατασκευές», «Εγκαταστάσεις Κτιρίων» (υποχρεωτικό), «Έλεγχος Ποιότητας και Τεχνολογία Δομήσιμων Υλικών» (4ωρο υποχρεωτικό εργαστήριο και 2 ώρες θεωρία), «Μηχανήματα Δομικών Έργων», «Επιχειρησιακή Έρευνα Μηχανικού», «Κοστολόγηση Κατασκευών».

Με άλλα λόγια, 19 μαθήματα του προγράμματος σπουδών του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε είτε δεν υπάρχουν καθόλου στο πρόγραμμα των Πολιτικών Μηχ. ΕΜΠ είτε έχουν σημαντικά διαφορετικό περίγραμμα και εκπαιδευτική προσέγγιση (π.χ. εργαστήρια, ασκήσεις πράξεις) σε σχέση με αντίστοιχα του ΕΜΠ που δείχνουν – σε επίπεδο τίτλου – να προσομοιάζουν ενώ παράλληλα, έχουν τελείως «περιφερειακό» ρόλο και υποβαθμισμένη σημασία μέσα στο συνολικό πρόγραμμα σπουδών των Πολιτικών Μηχ. ΕΜΠ (κατ` επιλογή υποχρεωτικά, λίγες ώρες, εκτός μαθημάτων ειδικότητας).  Αυτό σημαίνει, ότι το σχεδόν το 50% το προγράμματος του οικείου Τμήματος είναι    δ ι α φ ο ρ ε τ ι κ ό  σε σχέση με το πλησιέστερο αντίστοιχο πρόγραμμα – αυτό του Δομοστατικού Πολιτικού Μηχανικού ΕΜΠ.

Είναι σαφές, ότι η διαφοροποίηση αυτή έχει αναπτυχθεί, προκειμένου το πρόγραμμα του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε να προσαρμοστεί στις πραγματικές ανάγκες της τρέχουσας παραγωγικής διαδικασίας των κατασκευών στη χώρα, να καλύψει γνωσιολογικά το πολυποίκιλο πεδίο εφαρμογής της απασχόλησης του Πολιτικού Μηχανικού, να υποστηρίξει τα τρέχοντα (και τα επιζητούμενα) επαγγελματικά δικαιώματα του Πολιτικού Δ–Ε και βέβαια, για να μπορεί να ανταποκριθεί με γνωστική επάρκεια και υπευθυνότητα στις ποινικές, αστικές και πειθαρχικές ευθύνες που του μεταβιβάζει η νομοθεσία για τα διάφορα στάδια παραγωγής ενός δομικού έργου (μελέτη – σχεδιασμός, επίβλεψη, εργοταξιακή εφαρμογή).

Είναι επίσης σαφές (προκύπτει από το πρόγραμμα του ΕΜΠ), ότι ο Πολιτικός Μηχ. ΕΜΠ, με βάση τα μαθήματα των σπουδών του δεν είναι σε θέση να ανταποκριθεί σε ένα μεγάλο μέρος του φυσικού αντικειμένου του πολιτικού μηχανικού στην Ελλάδα, αφού οι σπουδές του εμφανίζουν σημαντικό έλλειμμα γνώσεων στον τομέα της οικοδομικής τεχνολογίας, του φυσικού σχεδιασμού και της επίβλεψης των διαδοχικών σταδίων ενός κτιριακού έργου, τομέας στον οποίο σαφώς υπερτερεί το οικείο Τμήμα, λόγω ακριβώς της διαφορετικής ακαδημαϊκής του φυσιογνωμίας, που προσανατολίζεται με έμφαση στις απαιτήσεις της επαγγελματικής πρακτικής, του σχεδιασμού και της κατασκευαστικής εφαρμογής.  Είναι άλλωστε χαρακτηριστικό της βαρύτητας που αποδίδεται σε αυτά τα γνωστικά πεδία το γεγονός, ότι η πλειοψηφία των πτυχιακών εργασιών του Τμήματος εκπονούνται στον Τομέα Αρχιτεκτονικού και Οικοδομικού Σχεδιασμού.

Σημειώνεται δε, ότι – παρά το σημαντικό έλλειμμα γνώσεων του αποφοίτου ΕΜΠ σε αυτόν τον κρίσιμο τομέα της κατασκευής – τα ισχύοντα επαγγελματικά του δικαιώματα είναι κατά πολύ μεγαλύτερα σε σχέση με αυτά του αποφοίτου ΤΕΙ (π.χ. «υπογράφει» σχεδόν τα πάντα σε επίπεδο κτιριολογικού σχεδιασμού ενώ κατ` ουσία δεν γνωρίζει – όχι μόνο τον ίδιο τον κτιριολογικό σχεδιασμό – αλλά ούτε τη βασική γλώσσα έκφρασης του σχεδίου, γνώσης δηλαδή που προαπαιτείται για την απλή «διατύπωση» οποιουδήποτε φυσικού σχεδιασμού σε δισδιάστατη ή τρισδιάστατη απεικόνιση).

Γιώργος Κ. Βαρελίδης

Αθήνα, 5 Οκτωβρίου 2010

Μονά – ζυγά εξάμηνα

Posted: 14 Απριλίου, 2011 in Άρθρα

Σκεπτικό ένστασης για την εφαρμογή των μονών – ζυγών εξαμήνων, όπως διατυπώθηκε και εγκρίθηκε ομοφώνως στο από 23-3-2011 Πρακτικό Συμβουλίου Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε και στην από

6-4-2011 Γεν.Συν. του Τμήματος (με τη σύμφωνη γνώμη όλων των εκπροσώπων των σπουδαστών) 

Ως προς την επιχειρούμενη σταδιακή μετάβαση στο σύστημα των μονών – ζυγών εξαμήνων που αποτυπώνεται στην Πράξη 11/14.03.2011 (Θέμα 1ο) του Συμβουλίου ΤΕΙ Πειραιά και σε προγενέστερες εγκυκλίους – οδηγίες του Υπουργείου προς τα ΤΕΙ, το Συμβούλιο του Τμήματος Πολιτικών Δομικών Έργων επισημαίνει και προτείνει ομοφώνως τα εξής:

  1. 1.      Η μετάβαση στο σύστημα των μονών – ζυγών εξαμήνων δεν είναι υποχρεωτική  για τα ΤΕΙ. Ενδεικτικά αναφέρεται, ότι η μετάβαση αυτή δεν είναι υποχρεωτική από τον Πρότυπο Εσωτερικό Κανονισμό (Π.Δ. 160/2008, αρθ. 25), αφού «τόσο τα υποχρεωτικά όσο και τα επιλεγόμενα μαθήματα που προβλέπονται στο ενδεικτικό πρόγραμμα σπουδών διδάσκονται τουλάχιστον κατά ένα εξάμηνο κάθε ακαδημαϊκού έτους». Από την προαναφερθείσα διατύπωση («τουλάχιστον») είναι εμφανές ότι η νομοθεσία αφήνει «ανοικτή» – στα πλαίσια της αυτοτέλειας των ΑΕΙ – τη δυνατότητα να αποφασίζουν τα Ιδρύματα (ανάλογα με τις εκπαιδευτικές τους ανάγκες) τη διδασκαλία και στο δεύτερο εξάμηνο. Για αυτό άλλωστε, ο Εσωτερικός Κανονισμός του ΤΕΙ Πειραιά (Π.Δ.164/2009) δεν προβλέπει τίποτα πάνω στο προκείμενο ζήτημα. Επομένως, η οποιαδήποτε προσπάθεια του Υπουργείου για υποχρεωτική μετάβαση στο σύστημα των μονών – ζυγών εξαμήνων, στην παρούσα φάση και χωρίς νεότερη νομοθετική ρύθμιση, συνιστά παράκαμψη της συνταγματικά κατοχυρωμένης ακαδημαϊκής αυτοτέλειας και αυτοδιοίκησης των ΑΕΙ και δεν έχει έρεισμα στο ισχύον νομικό καθεστώς.
  2. 2.      Οι επιπλοκές της μετάβασης σε καθεστώς μονών – ζυγών εξαμήνων είναι σημαντικότατες για το Ίδρυμα και για το Τμήμα.  Αναφέρονται ενδεικτικά οι ακόλουθες:
  3. 3.      Επειδή το όλο ζήτημα των μονών – ζυγών εξαμήνων είναι μείζον και σχετίζεται με θέματα «γενικής εποπτείας της λειτουργίας του ΤΕΙ» ενώ αφορά «τήρηση εσωτερικού κανονισμού» και «συντονισμό θεμάτων διδασκαλίας, σπουδών, εξετάσεων κ.λπ. των σχολών», προτείνεται η κατά νόμο συζήτηση και λήψη οριστικών αποφάσεων επί του θέματος από τη Συνέλευση ΤΕΙ Πειραιά, προκειμένου να καταγραφεί η επίσημη θέση όλων των μελών της (βλ. τις προαναφερθείσες αρμοδιότητες της Συνέλευσης ΤΕΙ στον ιδρυτικό Ν.1404/1983, αρθ. 11, παρ. 2, εδαφ. α, γ, ε).
  • Διπλασιασμός των σπουδαστών που παρακολουθούν εργαστήρια και ασκήσεις πράξης, αφού το κάθε μάθημα θα προσφέρεται σε ένα εξάμηνο και όχι σε δύο, όπως σήμερα.  Αυτό πρακτικά σημαίνει για το Τμήμα, ότι σε βασικότατα εργαστήρια και ασκήσεις πράξης, όπου τώρα οι εγγεγραμμένοι σπουδαστές κυμαίνονται από 110-120 μέχρι 180-190 άτομα, στο άμεσο μέλλον θα κυμαίνονται σε ένα μέσο πλήθος από 200 έως 300-350 άτομα. Συνεπώς, θεμελιώδη 4ωρα εργαστήρια, όπως π.χ. αυτό του Ειδικού Τεχνικού Σχεδίου (που στο τρέχον εξάμηνο έχει 180 εγγραφές), τα οποία ήδη εξυπηρετούνται δυσχερώς, δεν θα είναι δυνατό να διδαχθούν σε όλους τους σπουδαστές, ελλείψει κτιριακών και εργαστηριακών υποδομών που να επαρκούν και να πληρούν τους κανόνες υγιεινής και ασφαλείας (για παράδειγμα στο Τμήμα υπάρχουν μόνο δύο αίθουσες σχεδιαστηρίων με 35-40 θέσεις εργασίας). Σημειώνεται δε, ότι σε εργαστήρια και ασκήσεις πράξης που απαιτούν εποπτική παρακολούθηση μηχανικών και πειραματικών εξοπλισμών οι ομάδες σπουδαστών που μπορούν να συμμετάσχουν είναι πολύ μικρότερες αριθμητικά (και για λόγους ασφαλείας). Επισημαίνεται τέλος, ότι επειδή σημαντικό ποσοστό των σπουδαστών προέρχονται από νοικοκυριά πολύ χαμηλού εισοδήματος αναγκάζονται – παράλληλα με τις σπουδές – να βρουν κάποια εργασία. Άρα, η αναπόφευκτη τοποθέτηση στο ωρολόγιο πρόγραμμα πολλών πρωινών εργαστηρίων (λόγω περιορισμένων αιθουσών εργαστηρίου) θα δυσχεράνει ακόμα περισσότερο τους ίδιους και τις οικογένειές τους στο να αντιμετωπίσουν άμεσες βιοποριστικές ανάγκες ή στο να ολοκληρώσουν τις σπουδές τους.
  • Περαιτέρω αύξηση του μέσου χρόνου σπουδών για τους λόγους που προαναφέρθηκαν [ο οποίος ήδη πλησιάζει τα οκτώ (8) έτη].
  • Πλήρης απαξίωση του θεσμού των προαπαιτούμενων μαθημάτων, αφού τα μαθήματα του χειμερινού εξαμήνου δεν θα προσφέρονται σε αυτούς που (από μετεγγραφές) εισάγονται – ήδη από την τρέχουσα χρονιά – στο εαρινό εξάμηνο. Με άλλα λόγια, περίπου 80-100 άτομα στο εργαστήριο π.χ. του μαθήματος «Ειδικό Τεχνικό Σχέδιο» (2ο εξάμηνο) έχουν ήδη εγγραφεί σε αυτό, χωρίς ποτέ να έχουν διδαχθεί τι σημαίνει «Τεχνικό Σχέδιο» (μάθημα 1ου εξαμήνου). Εν συνεχεία και αφού πιθανότατα δεν θα περάσουν το μάθημα, θα προστεθούν τον επόμενο χρόνο στους επόμενους 180-200 της νέας ακαδημαϊκής χρονιάς.
  • Απαξίωση της επιστημονικής ειδικότητας και του εκπαιδευτικού έργου του μόνιμου Ε.Π. και υποβάθμιση της εκπαιδευτικής διαδικασίας, αφού ο διδάσκων (κυρίως στις υψηλότερες βαθμίδες) θα υποχρεωθεί συχνά να διδάξει μαθήματα πολύ πέραν του γνωστικού αντικειμένου του, προκειμένου να καλύψει το ωράριό του. Σημειώνεται, ότι ο Πανεπιστημιακός τομέας των ΑΕΙ εφαρμόζει τα μονά – ζυγά εξάμηνα με ωράριο Δ.Ε.Π. κατά 4 ώρες μικρότερο ανά αντίστοιχη βαθμίδα.
  • Η περιρρέουσα άποψη, ότι, επειδή ο Πανεπιστημιακός Τομέας εφαρμόζει τη διάκριση των εξαμήνων, θα πρέπει να ακολουθήσουν και τα ΤΕΙ είναι επιεικώς άστοχη. Τόσο σε εθνικό όσο και σε διεθνές επίπεδο ο τριτοβάθμιος Τεχνολογικός Τομέας Εκπαίδευσης έχει (και οφείλει να έχει) ένα διακριτό εκπαιδευτικό ρόλο, προκειμένου να ανταποκριθεί στον εφαρμοσμένο προσανατολισμό του (βλ. και τον αγγλοσαξονικό γενικό προσδιορισμό Universities of Applied Sciences).  Διαφορετικά, δεν έχει λόγο ύπαρξης.  Εν προκειμένω, η διασφάλιση της εργαστηριακής διαδικασίας εκπαίδευσης και της ποιότητας των ασκήσεων πράξης θα πρέπει να αποτελεί κριτήριο των ενεργειών μας και όχι η επιφανειακή προσομοίωση με τον Πανεπιστημιακό Τομέα, όπου (στις συναφείς ειδικότητες) το εργαστήριο έχει ένα δευτερεύοντα ρόλο. Πόσο μάλλον, όταν η υποβάθμιση της σημασίας και της εκπαιδευτικής συμμετοχής της εργαστηριακής διαδικασίας επιχειρείται με διάφορους τρόπους τα τελευταία 5-6 χρόνια (βλ. νομοθεσία για τα προγράμματα σπουδών και περιορισμούς χρηματοδότησης, που πλήττουν κυρίως την εργαστηριακή διαδικασία).
  • Όλες οι παραπάνω πιέσεις στο θεσμό των εργαστηρίων και των ασκήσεων πράξης θα δημιουργήσουν πολύ μεγάλες πιέσεις (λόγω πλήθους σπουδαστών) για «αποσυμφόρηση» των εργαστηρίων, μέσω προβιβάσιμων βαθμών, οι οποίοι θα μπαίνουν με κριτήριο το πλήθος των σπουδαστών και όχι με γνώμονα την πραγματική τους επίδοση. Αυτό προφανώς θα επιφέρει περαιτέρω υποβάθμιση των εργαστηρίων (ήδη η καθιέρωση του 3 ως βαθμού «κατοχύρωσης» της παρακολούθησης του εργαστηρίου αποτελεί προπομπό των «εκπτώσεων» που πρόκειται να επακολουθήσουν προς αυτήν την κατεύθυνση).                

Κατόπιν των όσων επισημάνθηκαν, το Συμβούλιο του Τμήματος Πολιτικών Δομικών Έργων  α π ο φ α σ ί ζ ε ι    ο μ ό φ ω ν α   τα ακόλουθα:

  • Διαβιβάζει στο Συμβούλιο του Ιδρύματος το παρόν ομόφωνο σκεπτικό, ενίσταται κατά της εφαρμογής του συστήματος των μονών – ζυγών εξαμήνων και αιτείται ως κατεπείγουσα τη σύγκλιση Συνέλευσης ΤΕΙ για το προκείμενο ζήτημα. Εάν αυτό δεν γίνει αποδεκτό, διαβιβάζει το όλο ζήτημα προς εισαγωγή στην επόμενη Συνέλευση ΤΕΙ, όταν αυτή πραγματοποιηθεί.
  • Μέχρι τη λήψη απόφασης από τη Συνέλευση ΤΕΙ Πειραιά και δεδομένου ότι το κεντρικό σύστημα μηχανογράφησης των δηλώσεων μαθημάτων δεν επιτρέπει την προσφορά μαθημάτων 1ου εξαμήνου, εφαρμόζει τις ρυθμίσεις που είναι απαραίτητες, προκειμένου να εξελιχθεί κατά το δυνατόν ομαλότερα για τους σπουδαστές το τρέχον εαρινό εξάμηνο με βάση τις δεσμεύσεις που θέτει η υπ` αρ. απόφαση του Συμβουλίου ΤΕΙ Πειραιά. Οι ρυθμίσεις αυτές περιγράφονται αναλυτικά στο από 17.03.2011 έγγραφο της Προϊσταμένης του Τμήματος, το οποίο εγκρίνεται από το Συμβούλιο Τμήματος και αποτελεί αναπόσπαστο μέρος του παρόντος πρακτικού.

Υπόμνημα προς Συμβούλιο Τμήματος                                        Κοινοποίηση: (βλ. πίνακα αποδεκτών)

Πολιτικών Δ–Ε (9-3-2011)

 

 

«Περιορισμοί»  Έκτακτου  Προσωπικού,  Ανάγνωση

της  Νομοθεσίας  –  Τεκμηρίωση  και  Προτάσεις

       Ως προς το έγγραφο του Υπουργού Φ11/17602/Ε5 που – αναφερόμενο στο αρθ. 7 παρ. 11 του Ν. 3833/2010 (Μάρτιος) – ζητάει στοιχεία για το θέμα της πρόσληψης προσωπικού για το 2010 – 2011 και βάσει του οποίου το Συμβούλιο ΤΕΙ ζητάει από «κάθε Τμήμα να περιορίσει άμεσα τις ώρες προσωπικού με σχέση εργασίας ορισμένου χρόνου, ώστε ο περιορισμός να φτάσει στο 30% σε σχέση με το προηγούμενο διδακτικό έτος» σας επισημαίνουμε τα ακόλουθα:

Το θέμα του κατά 30% περιορισμού των ωρών που ζητάει το Συμβούλιο ΤΕΙ Πειραιά και πιθανόν υπονοεί ο Υφυπουργός, αναφερόμενος στο Νόμο 3833/2010 (Μάρτιος), έχει δύο σκέλη:  Το νομικό (τι προβλέπει η νομοθεσία, τι περιγράφει ο Υφυπουργός και τι η απόφαση του Συμβουλίου) και το ουσιαστικό (τι σημαίνει περιορισμός κατά 30%).

1.  Οι προβλέψεις της νομοθεσίας και η ακαδημαϊκή πραγματικότητα

Στο Ν. 3833/2010 (αρθ. 11, παρ. 7) η σχετική διάταξη αναφέρει (για το σύνολο του δημόσιου τομέα): «Εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και συμβάσεις μίσθωσης έργου για το έτος 2010 περιορίζονται κατά τριάντα τοις εκατό (30%), σε σχέση με τις αντίστοιχες εγκρίσεις του έτους 2009. Ο περιορισμός αυτός δεν ισχύει για προσλήψεις προσωπικού ορισμένου χρόνου που γίνονται για κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών».

Από την απλή ανάγνωση της διάταξης, προκύπτουν τα ακόλουθα (που δεν περιγράφονται ούτε στα έγγραφα του Υπουργείου ούτε στην απόφαση του Συμβουλίου ΤΕΙ Πειραιά):

1.1.   Περιορισμός συμβάσεων και όχι ωρών.  

       Αυτό που «ζητάει» η διάταξη να περιοριστεί δεν είναι οι συνολικές ώρες ανάθεσης αλλά οι «εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού», δηλαδή η νομοθεσία αναφέρεται σε 30% λιγότερες συμβάσεις το 2010 σε σχέση με το 2009 και όχι 30% λιγότερες ώρες.  Αυτός ο περιορισμός, αν οικειοθελώς (βλ. τεκμηρίωση παρ. 1.2.) θεωρήσουμε ότι σχετίζεται με το έτος 2011, με το Ίδρυμα και με το έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό του, μπορεί να σημαίνει – για παράδειγμα – λιγότερες συμβάσεις των 3 και 4 εργαστηριακών ωρών, που συναντώνται συχνά στο Ίδρυμα ως συμβάσεις ήδη απασχολούμενων στο Δημόσιο (ή στο ίδιο το ΤΕΙ Πειραιά). Οι συμβάσεις αυτές αποτελούν μια μορφή μερικής απασχόλησης που – ούτως ή άλλως – δεν εξυπηρετεί με τον καλύτερο τρόπο την εκπαιδευτική διαδικασία του εργαστηρίου σε σχέση με την απασχόληση κάποιου που έχει πλήρες (ή κοντά στο πλήρες) ωράριο και του οποίου το διδακτικό έργο επεκτείνεται σε – πέραν της μίας – ομάδες (τμήματα) ενός ή δύο εργαστηρίων. (Λόγω της διαφορετικής διδακτικής προσέγγισης και των επιστημονικών προσόντων που απαιτούν οι θεωρίες, δεν ισχύει το ίδιο για τις ολιγόωρες συμβάσεις των επιστημονικών συνεργατών).  Ακόμα και εάν ο στόχος μας ως Ιδρύματος ήταν η άμεση συμμόρφωση με αυτήν την υποτιθέμενη υποχρέωσή μας (χωρίς τα νομικά και ακαδημαϊκά δεδομένα που θα περιγραφούν στη συνέχεια), αυτός ο περιορισμός συμβάσεων θα μπορούσε να καλυφθεί εν όλω ή εν μέρει, χωρίς να περιοριστούν οι συνολικά αναγκαίες ώρες εργαστηριακών συνεργατών.

Όμως, πέραν του προαναφερθέντος περιορισμού κατά 30%, επισημαίνεται επίσης, ότι, για το 2011, ο μεταγενέστερος Ν.3899/2010 (τέλος Δεκ. 2010) στο αρθ. 3, παρ. 4, εδαφ. δ «ζητάει» ένα πρόσθετο 15% περιορισμού συμβάσεων, σε σχέση με τις ήδη «περιορισμένες» για το 2010.

Υπό αυτό το πρίσμα, η ορθή ανάγνωση της νομοθεσίας, σύμφωνα με την ανάλυση που ακολουθεί, αποκτά ζωτική σημασία, προκειμένου να αποφύγουμε την πλήρη αποδιάρθρωση των εκπαιδευτικών μας δομών.

1.2.  Περιορισμός επί του συνόλου του δημόσιου τομέα και όχι ανά φορέα

         ή ανά κατηγορία συμβασιούχων.

Εν προκειμένω λοιπόν, οι παρανοήσεις περί των νομοθετικών προβλέψεων έχουν ως εξής:

       Α.  Σε κανένα νομοθετικό κείμενο δεν αναφέρεται, ότι ο περιορισμός του 30% αφορά το ίδιο το ΤΕΙ Πειραιά και – πολύ περισσότερο – το έκτακτο διδακτικό προσωπικό του. Οι περιορισμοί, όπου προσδιορίζεται κάτι σχετικό στη νομοθεσία (βλ. Ν3833/2010, αρθ. 11, παρ. 1 & παρ. 5), αναφέρονται «στο σύνολο των φορέων του αρθ. 1 του Ν. 3812/2009» και δεν υπάρχει καμία πρόβλεψη για περιορισμό 30% (ή 15%) ανά φορέα. Τα κριτήρια και ο επιμερισμός της κατανομής του έκτακτου προσωπικού ανά φορέα εξειδικεύονται με κοινή Υ.Α. Υπουργών Παιδείας και Εσωτερικών κατ` εξουσιοδότηση του Ν.3812/2009 (αρθ. 9, παρ. 8), η οποία δεν έχει εκδοθεί.  Άρα, η αποδοχή εκ μέρους της νομικής υπηρεσίας του ΤΕΙ Πειραιά, ότι ο κατά 30% περιορισμός του Ν. 3833/2010 αφορά το Ίδρυμα βασίζεται σε πιθανή παρερμηνεία της νομοθεσίας από την πλευρά του Υπουργείου, η οποία όμως, δεν έχει έρεισμα στην ισχύουσα νομοθεσία. Εν προκειμένω, θα έπρεπε να υπάρχει συνεχής νομική υποστήριξη της Διοίκησης του Ιδρύματος, γιατί – ιδιαίτερα κατά τα δύο τελευταία έτη – ο καταιγιστικός ρυθμός παραγωγής σχετικής νομοθεσίας σε συνδυασμό με τον αντίστοιχο ρυθμό παραβιάσεών της από τη Δημόσια Διοίκηση καθιστά εξαιρετικά δύσκολη την απλή ενημέρωση αλλά και τη διάκριση μεταξύ της έννομης πραγματικότητας, της πραγματικότητας των media, και της πραγματικότητας που θέλει να επιβάλλει ο κάθε φορέας διοίκησης.

       Β.  Επειδή το έτος 2010 έχει ήδη τελειώσει, ο όποιος «περιορισμός» υπαγορεύεται από το Συμβούλιο ΤΕΙ αφορά ένα νέο «μειωμένο» σύνολο συμβάσεων (ή ωρών) που θα αντιστοιχεί αποκλειστικά στο ημερολογιακό έτος 2011.  Όμως, ούτε με όλες τις εις βάρος μας παρερμηνείες της νομοθεσίας δεν προκύπτει η υποχρέωση περιορισμού κατά 30% για το 2011, αφού ο Ν.3899/2010 (αρθ. 3, παρ. 4, εδαφ. δ) προβλέπει ρητώς ότι «οι εγκρίσεις πρόσληψης προσωπικού …… ορισμένου χρόνου και οι συμβάσεις …. για το έτος 2011 περιορίζονται κατά  15%  σε σχέση με τις αντίστοιχες εγκρίσεις του έτους 2010».

Όσον αφορά δε τις τρέχουσες συμβάσεις, των οποίων οι «εγκρίσεις» έγιναν το 2010, δεν έχει τεθεί ευθέως από το Υπουργείο (και ούτε μπορεί να τεθεί καθ` οιονδήποτε νόμιμο τρόπο) θέμα περιορισμού τους κατά 30% ή 15%, γιατί, όπως προαναφέρθηκε, ο περιορισμός αφορά το δημόσιο τομέα εν συνόλω και όχι τον κάθε δημόσιο φορέα ξεχωριστά (μπορεί να είναι 5% σε έναν φορέα και 85% σε έναν άλλον) και κυρίως, γιατί δεν έχει διατυπωθεί από το Υπουργείο (σε κοινή Υ.Α.) η νόμιμη διαδικασία κατανομής προσωπικού ανά φορέα (κοινή Υ.Α. Υπουργών Παιδείας και Εσωτερικών του Ν.3812/2009, αρθ. 9, παρ. 8).  Άρα, σε κάθε περίπτωση, δεν υπάρχει κανένας σύννομος τρόπος αμφισβήτησης των ενεργειών του ΤΕΙ Πειραιά ως προς τον αριθμό και τις ώρες ανάθεσης των εγκρίσεων πρόσληψης έκτακτου διδακτικού προσωπικού.

 

 

1.3.  Γιατί περιορισμός εκπαιδευτικού και όχι άλλου έκτακτου προσωπικού

         του Ιδρύματος ;

Όμως, ακόμα και εάν (παρ)ερμηνεύσουμε εις βάρος μας τη νομοθεσία και θεωρήσουμε, ότι πρέπει – και εμείς ως Ίδρυμα –  να συμμετάσχουμε κατά αντίστοιχη αναλογία (30%) στην εν εξελίξει αποδιάρθρωση του ευρύτερου δημόσιου τομέα, θα πρέπει να απαντήσουμε στο εξής εύλογο ερώτημα:  Γιατί θεωρούμε, ότι ο κατά 30% περιορισμός των συμβάσεων (και όχι βέβαια των εκπαιδευτικών ωρών ανάθεσης), που θέλουμε να επιτύχουμε ως φορέας, αφορά επιλεκτικά τις συμβάσεις του έκτακτου εκπαιδευτικού προσωπικού και όχι το σύνολο των «εγκρίσεων πρόσληψης προσωπικού με σχέση εργασίας ιδιωτικού δικαίου ορισμένου χρόνου και συμβάσεις μίσθωσης έργου» σε επίπεδο ΤΕΙ Πειραιά (βλ. Ν.3833/2010, αρθ. 11, παρ. 7) ;  Ακόμα και εάν μπούμε στη λογική των εργασιακών περικοπών, γιατί αυτές ξεκινάνε από τον πιο κρίσιμο τομέα της ακαδημαϊκής μας υπόστασης και λειτουργίας (έκτακτο διδακτικό προσωπικό) και όχι από λιγότερο κρίσιμες «σχέσεις εργασίας» και «συμβάσεις μίσθωσης έργου», που υπάρχουν σε όλους τους άλλους τομείς δραστηριότητας του Ιδρύματος ;

1.4.   Τεκμηρίωση εξαίρεσης λόγω «απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών» 

Σύμφωνα με το ίδιο το αρθ. 11 παρ. 7 (Ν.3833/2010), που επικαλείται το Υπουργείο Παιδείας και στο οποίο αναφέρεται η απόφαση του Συμβουλίου του Ιδρύματος «ο περιορισμός αυτός» (δηλ. το 30%) «δεν ισχύει για προσλήψεις προσωπικού ορισμένου χρόνου που γίνονται για κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών».  Η έννοια των «απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών» αφήνεται «ανοιχτή» από το νομοθέτη, χωρίς καμία αναφορά σε προγενέστερα νομοθετήματα που – κατά περίπτωση – επιχειρούν να την οριοθετήσουν.  Η εξαίρεση από τον «περιορισμό αυτό» δεν αναιρείται, δεν αντικαθίσταται και δεν τροποποιείται στο μεταγενέστερο Ν.3899/2010(Δεκ.) ή οπουδήποτε αλλού, δηλαδή εξακολουθεί να ισχύει μέχρι σήμερα.

1.4.1.  «Απρόβλεπτες» αποχωρήσεις

Είναι γνωστό – και μπορεί να επιβεβαιωθεί από τα επίσημα στοιχεία του Ιδρύματος – ότι τα έτη 2008 έως και 2010 υπήρξαν αθρόες αποχωρήσεις μόνιμου εκπαιδευτικού προσωπικού, πρωτοφανείς σε μαζικότητα στην ιστορία των ΤΕΙ (από το 1983 έως σήμερα). Οι περισσότερες από αυτές τις αποχωρήσεις δεν αφορούν προσωπικό που συνταξιοδοτήθηκε στο όριο ηλικίας (υπηρεσιακά προβλέψιμες αποχωρήσεις) αλλά διδάσκοντες, που – «απρόβλεπτα» – επέλεξαν να αποχωρήσουν πριν από αυτό, λόγω αιφνίδιων πολιτικών πρακτικών και νομικών ρυθμίσεων, υπό την πίεση οικονομικών συνθηκών που οδήγησαν σε μέτρα, τα οποία στην ίδια τη νομοθεσία χαρακτηρίζονται ως «επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (βλ. τίτλους Ν.3833/2010, Ν.3899/2010 και παραρτήματα Μνημονίου).  Άρα, ένα μέρος του έκτακτου διδακτικού προσωπικού στα ΤΕΙ (και ακόμα περισσότερο του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε) κατά τα έτη 2009 και 2010 καλύπτει ανάγκες που προέκυψαν ως «απρόβλεπτες και επείγουσες» με βάση το χαρακτηρισμό της ίδιας της νομοθεσίας που τις προκάλεσε, ήταν de facto μη προβλέψιμες υπηρεσιακά (αφού πρόεκυψαν από την ίδια βούληση του κάθε διδάσκοντα) και οι ανάγκες που δημιούργησαν ήταν «επείγουσες», αφού σχετίζονταν με διδακτικό έργο, το οποίο πρέπει άμεσα να καλυφθεί για να συνεχιστεί η εκπαιδευτική διαδικασία.

1.4.2.  «Απρόβλεπτη» παραβίαση του ισχύοντος νομικού πλαισίου των διορισμών και

             δημιουργία «απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών» (Ν.3833/2010)

Όμως, το πιο «απρόβλεπτο» γεγονός, για το σύνολο των αποχωρήσεων μόνιμου Ε.Π., είναι, ότι το Υπουργείο Οικονομικών, παραβιάζοντας τη νομοθεσία που το ίδιο συνέταξε (Ν.3833/2010), και το Υπουργείο Παιδείας, παραβιάζοντας το ευρύτερο νομικό πλαίσιο των διορισμών στα ΑΕΙ, έχουν από κοινού «παγώσει» σχεδόν όλες τις διαδικασίες διορισμών Ε.Π. από το τέλος του 2009 έως σήμερα. Το δε Υπουργείο Παιδείας δεν αρκέστηκε στη σιωπηρή παραβίαση του πλαισίου των διορισμών αλλά θέλησε να την «επισημοποιήσει» με εγκύκλιο (Φ11/119024/Ε5/24-9-2010), στην οποία ανακοινώνει το επ` αόριστον «πάγωμα» κάθε διορισμού στα ΤΕΙ.  Όμως, δεν αρκείται ούτε σε αυτό, αλλά, παραβιάζοντας την – ήδη παραβιασμένη – συνταγματική επιταγή του «αυτοδιοίκητου» και «αυτοτελούς» των ΑΕΙ, αναστέλλει επ` αόριστον και τη συγκρότηση εκλεκτορικών ενώ «παρακαλεί» – προφανώς για να μην επιβαρύνονται οι υπηρεσίες του αλλά και για να καταστήσει τα ΤΕΙ συμμέτοχους στη νομική παρέκκλιση – «να μη διαβιβάζονται στις αρμόδιες υπηρεσίες του Υπουργείου σχετικά έγγραφα».  Όλα αυτά γίνονται μάλιστα, χωρίς την – έστω και προσχηματική – επίκληση κάποιας νομοθεσίας αλλά με δημοσιογραφικής γλαφυρότητας αναφορές στην «παρούσα οικονομική κατάσταση της χώρας σε συνδυασμό με τις προβλέψεις του Μνημονίου του Δ.Ν.Τ.» (βλ. σχετ. εγκύκλιο).

Ωστόσο, σε ένα κράτος δικαίου, αυτό που πρέπει να θεωρείται αναμενόμενο είναι η εφαρμογή της νομοθεσίας ενώ η παραβίασή της – και μάλιστα από τους ίδιους τους φορείς δημόσιας διοίκησης που καλούνται να την εφαρμόσουν ή την έχουν οι ίδιοι συντάξει – είναι γεγονός εξ` ορισμού «απρόβλεπτο».  Εάν λοιπόν δεν αρκεστούμε στις περί νομιμότητας εκδοχές που επιδιώκουν να μας επιβάλλουν η δημόσια διοίκηση, τα media και η «οικονομική κατάσταση της χώρας», τότε – απλώς – διαπιστώνουμε τα εξής προφανή:

       α)  Στο αρθ. 10 παρ. 1 του Ν. 3833/2010 (με τίτλο «Αναστολή προσλήψεων για το έτος 2010»), αφού περιγραφεί η γενική αναστολή προσλήψεων αποκλειστικά για το έτος 2010, η οποία επιβάλλεται ως γενικός κανόνας για τον ευρύτερο δημόσιο τομέα, επισημαίνεται η ακόλουθη ρητή εξαίρεση της παιδείας από αυτόν τον κανόνα, στην αμέσως επόμενη φράση της ίδιας παραγράφου:  «Εξαιρούνται οι τομείς: α) υγείας, …. β) παιδείας, προκειμένου για εκπαιδευτικό προσωπικό, γ) …… ».   Αυτό σημαίνει, ότι για το έτος 2010 θα έπρεπε να έχει εφαρμοσθεί, ως προς τις προσλήψεις μόνιμου Ε.Π., ότι ακριβώς εφαρμοζόταν και πριν το 2010 με βάση την προγενέστερη ισχύουσα νομοθεσία.  Με άλλα λόγια, κατά το 2010, θα έπρεπε να έχουν προχωρήσει ταχύτατα (λόγω αθρόων αποχωρήσεων Ε.Π.) όλες οι εν εξελίξει διαδικασίες πλήρωσης θέσεων, οι οποίες παρανόμως σταμάτησαν και θα έπρεπε, σύμφωνα με το νόμο, να έχουν ξεκινήσει – αντί να ανασταλούν – όλες οι νέες αντίστοιχες διαδικασίες.

       β)  Κάτω από τον τίτλο του αρθ. 11  «Περιορισμός προσλήψεων για τα έτη 2011 έως και 2013» του ίδιου Ν. 3833/2010 – και αφού στην παρ. 1 περιγραφεί ο γνωστός κανόνας της μιας (1) πρόσληψης ανά πέντε (5) αποχωρήσεις που έχει εν γένει επιβληθεί σε όλο το δημόσιο τομέα – αναφέρεται ρητώς στην αμέσως επόμενη παρ. 2 η ακόλουθη εξαίρεση για τα έτη 2011 έως και 2013:

        «Ειδικά για το εκπαιδευτικό προσωπικό όλων των βαθμίδων εκπαίδευσης, …. , ο λόγος αυτός ορίζεται σε ένα προς ένα (μία πρόσληψη ανά μία αποχώρηση)[*]». «Με κοινή απόφαση των Υπουργών Εσωτερικών …. και Οικονομικών καθορίζονται οι προτεραιότητες και τα κριτήρια για την κατανομή του προσωπικού» του ευρύτερου δημόσιου τομέα (αρθ. 11 παρ. 5 & 6).  Οι σχετικές υπουργικές αποφάσεις της παρ. 6 για την κατανομή των προσλήψεων ουδέποτε έχουν εκδοθεί.

Τις ρητές αυτές διατάξεις αντιπαρέρχεται το Υπουργείο (χωρίς καμία συντονισμένη αντίδραση από τα Ιδρύματα της χώρας), και «αποφασίζει» για τα ΤΕΙ, μέσω εγκυκλίου, να σταματήσουν πλήρως όλες οι διαδικασίες πρόσληψης Ε.Π. – ακόμα και αυτές που βρίσκονται στο στάδιο της τελικής υπογραφής από το Υπουργείο Οικονομικών (για αόριστο χρονικό διάστημα). Είναι ενδεικτικό δε των προθέσεών του το γεγονός, ότι η εγκύκλιος στοχεύει επιλεκτικά σε πλήρη αναστολή προσλήψεων Ε.Π., που θα «αποσυνθέσουν» σταδιακά τον ακαδημαϊκό ιστό των ΤΕΙ και όχι σε αναστολή προσλήψεων του μη εκπαιδευτικού προσωπικού των ΤΕΙ (εκεί δεν αναστέλλεται η δυνατότητα του 1:5).

Επισημαίνεται επιπλέον, (προς αποφυγή και άλλων παρεξηγήσεων), ότι όλα όσα «βλέπουν» το φως της δημοσιότητας από τον Ιανουάριο του 2011 μέχρι σήμερα, περί υποχρεωτικής ισχύος του 1:5 (αντί του 1:1) και στον τομέα της εκπαίδευσης, είναι μία ακόμα εικονική πραγματικότητα που προωθείται με επιτυχία από την Κεντρική Διοίκηση σε συνεργασία – με πρόθυμες να αναλάβουν αυτό το ρόλο – επιχειρήσεις Μ.Μ.Ε.[†]

Συνεπώς, η τεκμηρίωση του «απρόβλεπτου» και «επείγοντος» των αναγκών σε έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό, αποκλειστικά και μόνο λόγω αποχωρήσεων Ε.Π., συνοψίζεται στα ακόλουθα βασικά σημεία:

       α.  Εξ` ορισμού «απρόβλεπτες» (λόγω ίδιας βούλησης) αποχωρήσεις Ε.Π. κατά τα έτη 2008 έως και 2010, υπό την πίεση «απρόβλεπτων» νομοθεσιών που ψηφίστηκαν εσπευσμένα (αλλάζοντας ριζικά τα συνταξιοδοτικά δεδομένα) και δημιούργησαν «επείγουσες» διδακτικές ανάγκες, που έπρεπε να αντιμετωπιστούν άμεσα με έκτακτο προσωπικό. Στο Τμήμα Πολιτικών Δ–Ε, για τα έτη 2008-2010 υπήρξαν έντεκα (11) τέτοιες αποχωρήσεις (από τις συνολικά 15).

       β.  «Απρόβλεπτη» μη εφαρμογή (ή – στην καλύτερη περίπτωση – καθυστέρηση εφαρμογής) της νομοθεσίας για την πλήρωση  ό λ ω ν  των θέσεων μελών Ε.Π. που αποχώρησαν κατά τα έτη 2008 έως και 2010.  Σε κάθε περίπτωση, οι διδακτικές ανάγκες που δημιουργήθηκαν είναι εξ` ορισμού «απρόβλεπτες και επείγουσες» και έπρεπε – κατά την έννοια του αρθ. 11 παρ. 7 του Ν.3833/2010 – να καλυφθούν με έκτακτο προσωπικό. Στο Τμήμα Πολιτικών Δ–Ε κατά το εξεταζόμενο χρονικό διάστημα αποχώρησαν συνολικά δεκαπέντε (15) μέλη Ε.Π., από τα οποία δεν αναπληρώθηκε κανένα (λόγω της γραφειοκρατικής καθυστέρησης και των εν γένει πρακτικών του Υπουργείου).

1.4.3.   Άλλα «απρόβλεπτα» με υπαιτιότητα του Υπουργείου.

            Δημιουργία πρόσθετων «επειγουσών αναγκών».

Όμως, υπάρχουν και άλλα «απρόβλεπτα», που δημιούργησαν και άλλες «επείγουσες ανάγκες». Κατ` αρχήν, κατά το έτος 2010, το ίδιο Υπουργείο που μειώνει τον προϋπολογισμό του ΤΕΙ και αναστέλλει τους διορισμούς (λόγω της «παρούσας οικονομικής κατάστασης της χώρας»), δεν έχει καμία αναστολή για την κατά 33% αύξηση του αριθμού των εισακτέων (από 60 σε 80), παρά την αντίθετη εισήγηση του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε (2010).

Παράλληλα, η τότε «οικονομική κατάσταση της χώρας» δεν εμποδίζει το Υπουργείο (ΥΠΕΠΘ) να ιδρύσει το Μάρτιο του 2009 Τμήμα Πολιτικών Δ–Ε στην εκλογική περιφέρεια των Τρικάλων με 200(!) εισακτέους, από τους οποίους το ακαδ. έτος 2009 – 2010 οι περίπου 60 μετεγγράφηκαν για διάφορους λόγους στο οικείο Τμήμα, προσθέτοντας νέες «απρόβλεπτες και επείγουσες» διδακτικές ανάγκες.  Το 2010 το Υπουργείο (ΥΠΔΜΘ), παρά την «οικονομική κατάσταση της χώρας» που επικαλείται, κρίνει ως απαραίτητη για την Τεχνολογική Εκπαίδευση τη διατήρηση των 200 εισακτέων Πολιτικών Δ–Ε στην περιφέρεια των Τρικάλων με προφανή αντίκτυπο στον αριθμό των πρόσθετων μετεγγραφομένων (περίπου 55 από τους συνολικά 130) και τις επακόλουθες «επείγουσες ανάγκες» σε διδακτικό προσωπικό. Διατηρεί επίσης τους 260 εισακτέους στις Σέρρες και τους 250 στην Κρήτη. Τέλος, με άλλη «απρόβλεπτη» ρύθμιση του Υπουργείου (που εφαρμόσθηκε για πρώτη φορά το 2008) δίνεται η δυνατότητα επανεγγραφής περίπου 1300 σπουδαστών παλαιότερων ετών, από τους οποίους, περίπου 50 είναι πλέον ενεργοί σπουδαστές του Τμήματος.  Με άλλα λόγια, κατά τη χρονική περίοδο που συζητάμε για περικοπές στο έκτακτο εκπαιδευτικό προσωπικό του Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε έχουμε μία «απρόβλεπτη» ποσοστιαία αύξηση του συνολικού αριθμού των κατ` έτος ενεργών σπουδαστών κατά περίπου 60 – 80% (πέρα από την προβλέψιμη ετήσια αύξηση του αριθμού των εισακτέων κατά 80% – 100%, λόγω των λοιπών μετεγγραφών).

1.5.  Οι «περιορισμοί» διδακτικού προσωπικού ως καθολική παραβίαση του

         πνεύματος και των προτεραιοτήτων που θέτει ο Ν.3833/2010.

Το γεγονός, ότι ο νομοθέτης μέσα σε ένα κρίσιμο νομοθέτημα που αποσκοπεί στην «προστασία της εθνικής οικονομίας» και λαμβάνει «επείγοντα μέτρα για την αντιμετώπιση της δημοσιονομικής κρίσης» (βλ. τίτλο Ν.3833/2010) εξαιρεί το εκπαιδευτικό προσωπικό της παιδείας από το γενικό κανόνα προσλήψεων/αποχώρηση 1:5 και θέτει ευνοϊκότερο κανόνα 1:1, σημαίνει ότι – παρά την ανάγκη «προστασίας της εθνικής οικονομίας», παρά την «κρίση» και παρά το «επείγον» των δηλωμένων στόχων των νομικών ρυθμίσεων – η διατήρηση της δυνατότητας προσφοράς διδακτικού έργου θεωρείται ζήτημα κρίσιμης σημασίας, που πρέπει να διαφυλαχθεί με μία κατ` εξαίρεση αναλογία προσλήψεων, η οποία κρίνεται ως απαραίτητη για τη βιωσιμότητα της Εκπαίδευσης. Είναι μάλιστα ενδεικτικό της νομοθετικής προτεραιότητας που αποδίδεται σε αυτό καθ` αυτό το διδακτικό έργο το γεγονός, ότι ο νόμος αναφέρεται αποκλειστικά στο «εκπαιδευτικό προσωπικό» και όχι στο λοιπό προσωπικό που στελεχώνει τους εκπαιδευτικούς φορείς.  Ο ίδιος ο νομοθέτης δηλαδή, θέτει ως επείγουσα προτεραιότητα την κάλυψη των διδακτικών αναγκών – για αυτό και ορίζει αυτήν την κατ` εξαίρεση διακριτική αντιμετώπιση που αντιβαίνει στο στόχο της «αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης», υπηρετώντας ένα στόχο που τίθεται ως υπέρτερος τόσο αυτού της «προστασίας της εθνικής οικονομίας» όσο και αυτού της «αντιμετώπισης της δημοσιονομικής κρίσης».  Άρα, οι περιορισμοί στη δυνατότητα κάλυψης των διδακτικών αναγκών αντιβαίνουν απόλυτα στο πνεύμα του ισχύοντος νόμου 3833/2010 και αυτό, σε συνδυασμό με τη διακριτική αντιμετώπιση της εκπαίδευσης από το νομοθέτη, αποτελούν εργαλεία τεκμηρίωσης για το ΤΕΙ τόσο στην παρούσα φάση όσο και εάν μελλοντικά ακολουθηθεί η νόμιμη διαδικασία για τον επιμερισμό ανά φορέα των προσλήψεων έκτακτου προσωπικού.

2.   Συμπεράσματα

Όπως προκύπτει από την προηγούμενη τεκμηρίωση, δεν υπάρχει καμία εκ του νόμου υποχρέωση περιορισμού ούτε των συμβάσεων ούτε βεβαίως των συνολικών ωρών ανάθεσης του έκτακτου διδακτικού προσωπικού στο ΤΕΙ Πειραιά.  Συνεπώς, είτε το Τμήμα είτε το Ίδρυμα, δεν είναι δυνατό να αποδεχθούν ως νομική πραγματικότητα, κάτι το οποίο – στην καλύτερη εκδοχή του – ανήκει στη σφαίρα της πολιτικής παραφιλολογίας («περιορισμός κατά 30%»).  Αντίθετα, πλήθος νομικών τεκμηρίων αποδεικνύουν την υποχρέωση της πολιτείας για αναπλήρωση του διδακτικού προσωπικού, υποχρέωση η οποία συστηματικά παραβιάζεται από τα ίδια τα Υπουργεία που τη νομοθέτησαν και καλούνται να την εφαρμόσουν. Τέλος, η ίδια νομοθεσία δίνει ρητώς τη δυνατότητα πλήρους απεμπλοκής από οποιουσδήποτε περιορισμούς, όταν πρόκειται «για την κάλυψη απρόβλεπτων και επειγουσών αναγκών», οι οποίες τεκμηριώνονται απόλυτα για το ΤΕΙ Πειραιά και συντρέχουν σε ακραίο βαθμό στο Τμήμα Πολιτικών Δ–Ε.

Όσον αφορά δε τις ειδικές συνθήκες που αντιμετωπίζει το οικείο Τμήμα, η κατάσταση έχει ως εξής: Τη συγκεκριμένη περίοδο (2008-2010) που οι σπουδαστές αυξάνονται απρόβλεπτα κατά 60-80%, το μόνιμο Ε.Π. μειώνεται κατά δεκαπέντε (15) μέλη και οι συμβάσεις του έκτακτου διδακτικού προσωπικού μειώνονται συνολικά κατά 13,5% (από 67 το 2008-2009 σε 58 το 2010-2011) ενώ το συνολικό διδακτικό προσωπικό του Τμήματος – μόνιμο και έκτακτο – μειώνεται κατά 22% (από τα 82 στα 64 άτομα). Εάν ληφθεί υπόψη η απρόβλεπτη αύξηση κατά 60-80% των σπουδαστών, τότε η πραγματική μείωση που έχει υποστεί η συνολική διδακτική ικανότητα του Τμήματος, κυρίως λόγω των πρακτικών του Υπουργείου, είναι της τάξης του 50% (με τους πιο μετριοπαθείς υπολογισμούς)*.

Όλα δε τα προαναφερθέντα γίνονται την ίδια στιγμή που η αξιολόγηση αναδεικνύεται σε κεντρικό στοιχείο της ακαδημαϊκής υπόστασης του κάθε Τμήματος ενώ ταυτόχρονα, προωθείται η ακαδημαϊκή, πολιτική και θεσμική φιλολογία περί «αριστείας» με την – για ευνόητους λόγους – συναίνεση και του πανεπιστημιακού τομέα εκπαίδευσης×.  Με άλλα λόγια, το Υπουργείο, αφού διαφυλάξει όλες τις μη εκπαιδευτικές του «υποδομές» (33% αύξηση εισακτέων στο οικείο Τμήμα και διατήρηση 710 εισακτέων στα 3 Τμήματα της περιφέρειας) και κυρίως, αφού αποδυναμώσει μεθοδικά τα ΤΕΙ παραβιάζοντας κάθε νομοθεσία σχετική με οτιδήποτε μπορεί να τα ενισχύσει ακαδημαϊκά, ερευνητικά και οικονομικά (παράνομη αναστολή διορισμών Ε.Π., παράνομη αναστολή ίδρυσης αυτοδύναμων Μεταπτυχιακών, παράνομη μη απάντηση στα νόμιμα αιτήματα ίδρυσης Εργαστηρίων, «πάγωμα» ερευνητικών κονδυλίων, πολλαπλές παραβιάσεις της «αυτοτέλειας» και «αυτοδιοίκησης», υπο-χρηματοδότηση της κάλυψης αναγκών μέσω έκτακτου προσωπικού κ.λπ.) έρχεται – εν συνεχεία – να ζητήσει «αξιολόγηση» και «αριστεία» (και μάλιστα ως κριτήρια για τη μελλοντική κατανομή των χρηματοδοτήσεων).

Είναι σαφές, ότι οι απαξιωτικές – για τα ΤΕΙ και τη νομιμότητα – πρακτικές που προαναφέρθηκαν, συνιστούν κεντρικές πολιτικές επιλογές του Υπουργείου που δεν σχετίζονται απαραίτητα με την «οικονομική κρίση» αλλά αντίθετα, ορισμένες από αυτές την επιδεινώνουν ευθέως (μη απορρόφηση ερευνητικών κονδυλίων, μη ίδρυση αυτοδύναμων Μεταπτυχιακών και ερευνητικών Εργαστηρίων, αύξηση ή διατήρηση υπερβολικού αριθμού εισακτέων κ.λπ.).  Βρίσκουν όμως πρόσφορο έδαφος, μέσα σε ένα κοινωνικοπολιτικό πεδίο, όπου το ευρωπαϊκό και εθνικό Δίκαιο, το Σύνταγμα και οι θεσμοί τείνουν πλέον να αντιμετωπίζονται – όχι ως ρυθμιστικοί παράγοντες της κοινωνικής δράσης – αλλά απλώς, ως μερικά ακόμα «διαρθρωτικά» εμπόδια, που πρέπει με κάθε τρόπο να ξεπεραστούν γρήγορα, αν θέλουμε να αποφύγουμε την επαπειλούμενη «χρεωκοπία».

3.   Προτάσεις

Κάτω από αυτό το πρίσμα, η όλη τεκμηρίωση που προηγήθηκε, ίσως φαίνεται ατελέσφορη ενώ δεν δείχνει να απαντά επαρκώς και στη δεύτερη πτυχή του προβλήματος, που σχετίζεται με την οικονομική δυσπραγία του Ιδρύματος.

Όμως, τα ουσιαστικά ερωτήματα είναι άλλα: Πιστεύουμε ρεαλιστικά, ότι με περικοπές χρηματοδότησης της τάξης του 30-35% (μέχρι στιγμής) και με ταμειακά ελλείμματα παρελθόντων ετών θα βρούμε κάποιους «έξυπνους» τρόπους διαχείρισης των ακαδημαϊκών πεπραγμένων και θα δώσουμε διέξοδο στα οικονομικά μας προβλήματα, περιορίζοντας π.χ. το έκτακτο Ε.Π.;  Πιστεύουμε ότι αυτό θα το καταφέρουμε μέσα σε ένα περιβάλλον αποσύνθεσης του μόνιμου Ε.Π. που μας έχει επιβληθεί επ` αόριστον μέσω παράνομων εγκυκλίων;  Αυτό το ταμειακό επίτευγμα θα συντελεστεί ενώ καλούμαστε να αξιολογηθούμε και να «αριστεύσουμε», διδάσκοντας περισσότερους φοιτητές με λιγότερο διδακτικό προσωπικό και στερούμενοι στοιχειωδών «εργαλείων» ανάπτυξης της ερευνητικής δράσης;  Όλα αυτά τα ταμειακώς παράδοξα θα επιλυθούν, όταν μας στερούνται νόμιμες εναλλακτικές δυνατότητες έρευνας και εύρεσης πόρων, μέσω προγραμμάτων, Μεταπτυχιακών και Εργαστηρίων ;

Δύο – εκ διαμέτρου αντίθετες – θέσεις υπάρχουν στα παραπάνω ερωτήματα:

Α.  Η πρώτη είναι το να συμβιβαστούμε με την προοπτική συρρίκνωσης και υποβάθμισης των σπουδών και της ακαδημαϊκής μας υπόστασης. Να αποδεχθούμε, ότι θα έχουμε έναν διδάσκοντα ανά  τουλάχιστον 20 – 30 σπουδαστές στα εργαστήρια, να συρρικνώσουμε και άλλο τις μειωμένες εργαστηριακές ώρες του ήδη συρρικνωμένου προγράμματος, να διδάσκει το μόνιμο Ε.Π. τα διπλάσια μαθήματα (μέσω μονών-ζυγών εξαμήνων – χωρίς εξομοίωση του ωραρίου με αυτό του πανεπιστημιακού τομέα), να παρακαλούμε ευγενικά το Υπουργείο για τα νόμιμα (διορισμοί, αυτοτέλεια – αυτοδιοίκηση, Μεταπτυχιακά, Εργαστήρια, έκτακτο διδακτικό προσωπικό) και τα αυτονόητα (διδακτορικά, ωράριο Ε.Π. κ.ά.), να εξαρτώνται οι χρηματοδοτήσεις μας από αξιολογήσεις και «αριστείες» από τις οποίες έχουμε – εκ προοιμίου και μεθοδικά – αποκλειστεί και τελικά, να μείνουμε ικανοποιημένοι, όταν θα μας υποσχεθούν λιγότερους εισακτέους και μετεγγραφόμενους.

Β.  Η δεύτερη είναι – με ακαδημαϊκή νοοτροπία αυτοτέλειας – να συμπεριφερθούμε ως ΑΕΙ της πρωτεύουσας με χιλιάδες ενεργούς σπουδαστές και να μην συμμετάσχουμε οικειοθελώς στην υποβάθμισή μας, διαπραγματευόμενοι την εις βάρος μας καταστρατήγηση της νομοθεσίας. Να επιμείνουμε στο διδακτικό προσωπικό που μας είναι απαραίτητο για το πλήθος των φοιτητών και για τη φύση της εργαστηριακής εκπαίδευσης και να μην επιλέξουμε ως λύση την απαξίωση του σημαντικότερου εκπαιδευτικού «μηχανισμού» των ΤΕΙ. Να μην αρχίσουμε υποχωρήσεις (επί αιτημάτων νόμιμων και αδιαπραγμάτευτων), οι οποίες θα αποσκοπούν σε βραχυπρόθεσμες (και αμφίβολες) λογιστικές λύσεις για τη λειτουργία μας αλλά να τεκμηριώσουμε το ποια πρέπει να είναι η λειτουργία μας, εάν θέλουμε να συνεχίσουμε να υπάρχουμε στο σύγχρονο ακαδημαϊκό τοπίο ως ΑΕΙ.  

Να μην αποδεχθούμε το ότι «δεν υπάρχουν χρήματα» αλλά να καταγγείλουμε τεκμηριωμένα τη διάθεση δυσανάλογου δημόσιου χρήματος σε περιφερειακά Τμήματα ΑΕΙ που εμφανίζουν 200 εισακτέους και έχουν 20 κατ` έτος ενεργούς σπουδαστές ενώ κεντρικά Τμήματα υποχρηματοδοτούνται, έχοντας 60 εισακτέους και 150 κατ` έτος ενεργούς σπουδαστές.  Να καταγγείλουμε την ύπαρξη Τμημάτων ΑΕΙ (Πανεπιστημιακού και Τεχνολογικού Τομέα), που θα έπρεπε να αντιστοιχούν είτε σε μεταπτυχιακές κατευθύνσεις σπουδών είτε σε διετείς σπουδές καταρτισιακού τύπου (μεταλυκειακές σπουδές επιπέδου  “diploma” στην Ε.Ε.) και συντηρούνται δαπανώντας δημόσιο χρήμα, ενώ είναι μη βιώσιμα.

Να χρησιμοποιήσουμε τις τρέχουσες «Μνημονιακές» πολιτικές και νομοθεσίες καθώς και τις Συνταγματικές διατάξεις ως νομικό και πολιτικό επιχείρημα υπέρ των αιτημάτων και των καταγγελιών μας (σύμφωνα με τα όσα προαναφέρθηκαν) και όχι να αποδεχόμαστε άκριτα ιδεοληπτικές ερμηνείες περί νομιμότητας ή να υιοθετούμε ευπειθώς την άποψη, ότι – αφού «δεν υπάρχουν χρήματα» – δεν μπορούν να ικανοποιηθούν τα αιτήματά μας.

Προφανώς, η δεύτερη (Β) τοποθέτηση, στη χειρότερη εκδοχή της, μπορεί να μας οδηγήσει σε οικονομικό αδιέξοδο, προσωρινή αδυναμία λειτουργίας του Ιδρύματος και μαζική αντίδραση της σπουδαστικής κοινότητας.

Αντίθετα, η πρώτη (Α) τοποθέτηση – χωρίς έστω να εξασφαλίζει την επίλυση των οικονομικών προβλημάτων – μας οδηγεί με μαθηματική ακρίβεια σε μόνιμη και οικειοθελή υποβάθμιση και μάλιστα, σε ένα ακαδημαϊκό περιβάλλον που γίνεται ολοένα και πιο διεθνοποιημένο, ανταγωνιστικό και ιδιωτικοποιημένο.  Άρα, οδηγεί στην αυτοαναίρεση του ακαδημαϊκού ρόλου και της εκπαιδευτικής μας οντότητας.

        Αθήνα,  6 Μαρτίου 2011

Γιώργος  Κ.  Βαρελίδης

Δρ Αρχιτέκτων Μηχανικός – Πολεοδόμος Ε.Μ.Π.

Καθηγητής,  Αναπληρωτής Προϊστάμενος Τμήματος Πολιτικών Δ–Ε

gvarel@teipir.gr

       Πίνακας αποδεκτών:

  1. Πρόεδρος ΤΕΙ Πειραιά
  2. Αντιπρόεδροι ΤΕΙ Πειραιά κ. κ.  Α. Αντωνίου και Κ. Κάντζος
  3. Γραμματέας  ΤΕΙ Πειραιά
  4. Διευθύντρια  Σ.Τ.ΕΦ.
  5. Διευθυντής  Σ.Δ.Ο.


[*] Η διευκρινιστική παρένθεση τίθεται από το νομοθέτη.

[†] Η παραχάραξη της πραγματικότητας είναι τόσο επιτυχής, ώστε η 44η Σύνοδος Προέδρων ΤΕΙ (Κοζάνη 2-4 Μαρτίου 2011) στα ψηφίσματά της – αντί να καταγγείλει την πλήρη παραβίαση της νομοθεσίας – θεωρεί ότι η μη εφαρμογή του 1:5 στην παιδεία είναι απλά μια «υπόσχεση» του Υπουργού που θα πρέπει να τηρηθεί ενώ «βλέπει» ως παράνομη μόνο την (ανεπίσημη) αναστολή της εξέλιξης μελών Ε.Π. και όχι την επίσημη αναστολή κάθε διορισμού και την καθιέρωση – όχι του 1:5 – αλλά του 0:5.

* Ο υπολογισμός βασίζεται μόνο στην αναλογική επαύξηση των διδακτικών αναγκών των εργαστηρίων και των ασκήσεων πράξης και όχι στα αμιγώς θεωρητικά μέρη των μαθημάτων. Σημειώνεται επίσης, ότι ορισμένα εργαστηριακά τμήματα βασίζονται στην άτυπη – και εθελοντική – υπερωριακή εργασία εργαστηριακών συνεργατών (3 συνεργάτες στον Α` Τομέα), οι οποίοι έχουν «χρεωθεί» ώρες θεωρίας (π.χ. 2 ώρες), που θα έπρεπε να τις αφαιρούν από τις ώρες απασχόλησής τους σε τμήμα εργαστηρίου, πράγμα το οποίο, επειδή είναι διδακτικά αδιανόητο, δεν το εφαρμόζουν στην πράξη. Επιπλέον, δεν συνεκτιμώνται τα εκπαιδευτικά προβλήματα που απορρέουν από τη μετάθεση της ευθύνης όλου του ακαδημαϊκού έργου του Τμήματος στα 6 εναπομείναντα μέλη Ε.Π. (υπερωριακή διδασκαλία μαθημάτων, υπερβολικός εργασιακός φόρτος Προϊσταμένης σε συνδυασμό με το διδακτικό της φόρτο, Υπεύθυνοι Τομέων και – ταυτόχρονα – πολλαπλών  εργαστηρίων, εισήγηση – επίβλεψη – εξέταση δεκάδων πτυχιακών εργασιών, επίβλεψη δεκάδων ανά εξάμηνο πρακτικών ασκήσεων, εισήγηση – σύνταξη – εφαρμογή νέου προγράμματος σπουδών, έργο αξιολόγησης, συμμετοχή & εκπροσώπηση σε τουλάχιστον 10 διαφορετικές επιτροπές και συλλογικά όργανα, σύνταξη προτάσεων για ερευνητικά εργαστήρια και μεταπτυχιακά, εκπαιδευτικά αιτήματα σπουδαστών κ.λπ.). Δεν συνεκτιμώνται τέλος, οι ακαδημαϊκές ανάγκες που προκύπτουν από τον πρόσθετο και υπερβολικό φόρτο εργασίας που αναλαμβάνει η Γραμματεία (λόγω  πλήθους σπουδαστών και λόγω έλλειψης μελών Ε.Π.).     

× Πολλαπλάσια κατανομή χρηματοδοτήσεων ανά εκπαιδευόμενο, πολύ περισσότερα μέλη ΔΕΠ, αυτοδύναμα μεταπτυχιακά και διδακτορικά που τροφοδοτούν την έρευνα με εξαιρετικά χαμηλό κόστος (μη αμειβόμενους ή υποαμειβόμενους ερευνητές)  και παράγουν μεγάλο αριθμό δημοσιεύσεων, έσοδα και έρευνα από ήδη λειτουργούντα Εργαστήρια (από τη δεκαετία του `80), εξαιρετικά περιορισμένη εργαστηριακή εκπαίδευση που – στα ΤΕΙ – προκαλεί αύξηση της «διδακτικής» δαπάνης για κάλυψη των εργαστηριακών διδακτικών αναγκών, κ.λπ. Όλα αυτά δημιουργούν προφανώς πολύ καλύτερες ακαδημαϊκές προϋποθέσεις για αξιολογήσεις και «αριστείες».

Σήμερα 14 Απριλίου 2011 και ώρα 12.30 κάποιοι φοιτητές αποφασίσαμε να πάμε στο Υπουργείο Παιδείας και να κοινοποιήσουμε στην υπουργό το πλαίσιο που ψήφησαν οι φοιτητές εχθές στην Γενική Συνέλευση του Συλλόγου Σπουδαστών. Συγκεντρωθήκαμε έξω από το υπουργείο και μία επιτροπή αποτελούμενη από τέσσερις φοιτητές συναντήθηκε με τον Υφυπουργό Παιδείας κ.Πανάρετο. Του παρουσιάσαμε το πλαίσιο μας και ο ίδιος συμφώνησε στο ότι το ΤΕΙ Πειραιά βρίσκεται σε κρίσιμη κατάσταση. Μας έδωσε υπόσχεση ότι θα κάνει ότι μπορεί για μας αλλά χωρίς να μπορέσει να μας διαβεβαιώσει για το τι θα καταφέρει!

Η Επιτροπή σημειώνει ότι η εισαγωγή των φοιτητών στην τριτοβάθμια εκπαίδευση θα μπορούσε να γίνεται με καθορισμένες προϋποθέσεις και διαδικασίες μέσω των δημοσίων κολεγίων «E» 13/4

Την ανάγκη δημιουργίας διετών περιφερειακών κολεγίων, μέσω των οποίων οι σπουδαστές θα μπορούν να εισάγονται -με σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις και διαδικασίες- στα ΑΕΙ-ΤΕΙ της χώρας, προτείνει η Διεθνής Συμβουλευτική Επιτροπή για την τριτοβάθμια εκπαίδευση.

Διαβατήριο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ θα αποτελούν τα διετή κολέγια, σύμφωνα με την πρόταση της «Επιτροπης Σοφών»

Διαβατήριο για την εισαγωγή στα ΑΕΙ θα αποτελούν τα διετή κολέγια, σύμφωνα με την πρόταση της «Επιτροπης Σοφών»

Στην Εκθεση που συνέταξε η Επιτροπή «Σοφών» και δόθηκε χθες στη δημοσιότητα, παρουσιάζονται και οι στρεβλώσεις των ελληνικών ΑΕΙ, καθώς διαπιστώνεται ότι:

Η Ελλάδα παρουσιάζει τις υψηλότερες δαπάνες ανά φοιτητή ανάμεσα σε όλα τα κράτη-μέλη της ΕΕ και τη μεγαλύτερη αύξηση στις δαπάνες αυτές μεταξύ 1995-2005.

Τα ελληνικά ΑΕΙ δηλώνουν το χαμηλότερο ποσοστό αποφοίτησης στην Ευρωπαϊκή Ενωση, ενώ μόνο το ένα τρίτο των εγγεγραμμένων φοιτητών αποφοιτά εντός του απαιτούμενου χρόνου.

Από τους 600.000 φοιτητές που πιστεύεται ότι είναι εγγεγραμμένοι, μόνο 180.000 παρέλαβαν τα δωρεάν συγγράμματα από το κράτος.

Η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό φοιτητών που αφήνουν τη χώρα, για να εγγραφούν σε πανεπιστήμια της Ευρώπης και άλλων χωρών, καθώς κάθε χρόνο, 60.000 Ελληνες φοιτούν σε ευρωπαϊκά πανεπιστήμια.

Τα ποσοστά ανεργίας των πτυχιούχων καθώς και η περίοδος ανεργίας μετά την αποφοίτηση είναι σε πολύ υψηλά επίπεδα.

Η Επιτροπή υποστηρίζει ακόμη ότι οι πανεπιστημιακοί χώροι δεν είναι ασφαλείς, ενώ αναφερομένη στους πρυτάνεις αναφέρει ότι δείχνουν απροθυμία να ασκήσουν τα δικαιώματά τους.

Αναφορικά με τα διετή περιφερειακά κολέγια, η Επιτροπή τονίζει πως , θα επιτρέπουν στους καλύτερους σπουδαστές να μεταπηδούν στα ΑΕΙ τετραετούς φοίτησηςμε σαφώς καθορισμένες προϋποθέσεις και διαδικασίες. Τα συγκεκριμένα κολέγια θα παρέχουν σε πρώτη φάση ένα στέρεο υπόβαθρο στους σπουδαστές που θέλουν να αποκτήσουν τεχνική εξειδίκευση και να εργαστούν σε επαγγέλματα που δεν απαιτούν εκπαίδευση ανώτατου επιπέδου.

Η Επιτροπή, προχωρεί και σε συστάσεις για επικείμενες αλλαγές. Συγκεκριμένα, προτείνει τη σύσταση ειδικής δημόσιας υπηρεσίας ή ανεξάρτητης αρχής, η οποία θα είναι υπεύθυνη για τη διαχείριση και την κατανομή της δημόσιας χρηματοδότησης στα ιδρύματα και την αξιολόγηση του κόστους των υπηρεσιών.

Τα πανεπιστημιακά ιδρύματα θα πρέπει να διοικούνται από ένα ανεξάρτητο συμβούλιο για κάθε ίδρυμα ή ένα ανεξάρτητο συμβούλιο για μία ομάδα ιδρυμάτων που έχουν κοινά χαρακτηριστικά. Τέλος, για τις θέσεις των πρυτάνεων προτείνεται να επιλέγονται από επιτροπές με εκπροσώπηση από καθηγητές, φοιτητές κ.ά.

ΜΙΧΑΛΗΣ ΝΙΒΟΛΙΑΝΙΤΗΣ

http://www.ethnos.gr/article.asp?catid=11424&subid=2&pubid=61708987

Είμαι φοιτητής στο Τ.Ε.Ι. Πειραία και το μόνο που παρατηρώ είναι να βαδίζει η εκπαίδευση απο το κακό στο χειρότερο χάρι στην υπουργό παιδείας και τους συμβούλους της.
Μετά απο συνεχής περικοπές στον προύπολογισμό του ιδρύματος λόγω «μνημονίου» το ΤΕΙ δεν μπορεί να καλύψει τα λειτουργικά του έξοδα πόσο μάλλον να πληρώσει το έκτακτο προσωπικό,
το οποίο αποτελεί το 80% του εκπαιδευτικού προσωπικού. Αν συνεχιστεί αυτή η κατάσταση θα μπεί μόνιμα λουκέτο και στο ΤΕΙ Πειραιά καθώς και σε άλλα ιδρύματα της χώρας καθώς και το ΤΕΙ
Θεσσαλονίκης έχει τα ίδια προβλήματα. 

Και εδώ μου δημιουργούνται μερικές απορίες:
1. Δεν έχει «ζουμί» η είδηση οτι βαδίζουν τα εκπαιδευτικά ιδρύματα απο το κακό στο χειρότερο για τα ΜΜΕ για να κοινοποιήσουν το θέμα;
2. Αφού πιστεύει η κ.Υπουργός γίνονται σπατάλες γιατί δεν διεξάγει έρευνα, η οποία να δημοσιοποιηθεί;
3. Γιατί υπάρχει τέτοια αδιαφορία για αυτό το θέμα αφού πρόκειται για του μελλοντικούς εργαζόμενους, πόλιτες αυτής της χώρας ,και αυτό που ίσως τους τσούξει περισσότερο, ήδη ψηφοφόρους;

Φοιτητής στο ΤΕΙ Πειραία που ελπίζει να πάρει το πτυχίο του πριν το καραβάκι του ΤΕΙ ΠΕΙΡΑΙΑ γίνει ο νέος ΤΙΤΑΝΙΚΟΣ….

http://tro-ma-ktiko.blogspot.com/2011/04/blog-post_9443.html